ἐντειχίζειν

ἐντειχίζειν
ἐντειχίζω
build
pres inf act (attic epic)
ἐντειχίζω
build
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εντειχίζω — ἐντειχίζω (AM) 1. τειχίζω, οχυρώνω («ἐν δὲ ταῑς πόλεσι ἀκροπόλεις ἐντειχίζειν», Ισοκρ.) 2. μέσ. ἐντειχίζομαι α) περιβάλλω με τείχος, οχυρώνω β) περιορίζω μέσα στο τείχος, πολιορκώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”